αμμοκονία

αμμοκονία
η , αμμοκονίαμα τό раствор (известковый, цементный и т п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμμοκονία" в других словарях:

  • αμμοκονία — αμμοκονία, η και αμμοκονίαμα, το, ατος μείγμα από άμμο και ασβέστη ή άλλη συνδετική ύλη για σοβάντισμα τοίχων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμμοκονία — η (Α ἀμμοκονία) ο σοβάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + κονία] …   Dictionary of Greek

  • ἀμμοκονίαν — ἀμμοκονίᾱν , ἀμμοκονία sand mixed with lime fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek

  • αλάσπωτος — η, ο [λασπώνω] 1. ο μη αλειμμένος με λάσπη, με αμμοκονία 2. αυτός που δεν λασπώθηκε, που δεν λερώθηκε με λάσπη 3. ο ηθικά ακηλίδωτος, άσπιλος 4. αυτός που δεν περιήλθε σε δύσκολη οικονομική θέση …   Dictionary of Greek

  • κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • νουράγες — Λέξη διαλεκτική της Σαρδηνίας, με την οποία υποδηλώνονται οι χαρακτηριστικοί προϊστορικοί οχυροί πύργοι που είναι διάσπαρτοι σε ολόκληρο το νησί (σώζονται περίπου 7.000). Πρόκειται για κτίσματα συχνά τεράστιων διαστάσεων, χτισμένα με τη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»